- ευρυκόωσα
- εὐρυκόωσα, ἡ (Α)1. επίθ. τής νύκτας κατά την οποία μπορεί κάποιος να ακούει σε μακρινή απόσταση λόγω τής ηρεμίας2. επίθ. τής θαλάσσιας θεάς Κητούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + κοώ «ακούω, αντιλαμβάνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.